- παραλουργίς
- ἡ, ΑΜγυναικείο ένδυμα με πορφυρή παρυφή.[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + ἁλουργίς «πορφυρό γυναικείο ιμάτιο»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παραλουργίς — woman s garment edged with purple fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραλουργίδιον — τὸ, Α [παραλουργίς, ίδος] υποκορ. τού παραλουργίς … Dictionary of Greek